Πριν από σαράντα ημέρες η διοίκηση της Χαλυβουργίας, μίας από τις παλαιότερες και πιο βαριές βιομηχανίες της χώρας, ανακοίνωσε στους εργαζόμενους μειώσεις αποδοχών και ωρών εργασίας. Το συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων, σχεδόν άμεσα, αποφασίζει γενική απεργία. Σαράντα μέρες μετά οι εργαζόμενοι συνεχίζουν την απεργία τους, ενώ η διοίκηση έχει στο μεταξύ προβεί σε απολύσεις άνω των τριάντα εργαζομένων, αντιμαχόμενη την απεργία τους. Οι εργάτες δεν κάνουν πίσω. Πεινάνε, οι ίδιοι και τα παιδιά τους, ζούνε με την αλληλεγγύη όλης σχεδόν της χώρας, αλλά δεν σταματούν.
Η ιστορία έχει αυτή την κακή συνήθεια να επαναλαμβάνεται. Άλλοτε ως φάρσα κι άλλοτε ως αλήθεια. Η παραπάνω παράγραφος θα μπορούσε να είναι από το σύντομο ρεπορτάζ μιας εφημερίδας. Μιας εφημερίδας του έτους 2011, αλλά και μιας του 1962. Οι Χαλυβουργοί μας, μετά από σχεδόν πενήντα χρόνια, είναι και πάλι στο δρόμο. Είναι και πάλι οι μπροστάρηδες στην απεργία. Κάνουν αυτό που όλοι θα έπρεπε να κάνουμε. Απεργία διαρκείας, μέχρι το τέλος! Ας είναι γίνουν οι Χαλυβουργοί μας η σπίθα που θα ανάψει τη φωτιά σε όλους!
Σε ένδειξη όχι μόνο συμπαράστασης, όχι μόνο αλληλεγγύης, αλλά κυρίως σεβασμού για το θάρρος των Χαλυβουργών, θέλω να τους αφιερώσω τους στίχους που έγραψε για την προπροηγούμενη γενιά τους ο Φώντας Λάδης, και που, όπως πάντα, υπέροχα μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος.
Πάγωσ' η τσιμινιέρα
κι απ' έξω από την πύλη
εργάτες μαζεμένοι συζητάνε
Προχώρησε η μέρα
με δαγκωμένα χείλη
σηκώνουν τα πανό και ξεκινάνε
Πέντε καμιόνια στείλαν
στου φεγγαριού τη χάση
και γύρισαν γεμάτα απεργοσπάστες
Γεμάτα ξαναφύγαν
κανείς δε θα περάσει
κάλλιο να πάμε όλοι μετανάστες
Πέρασε ένας μήνας
οι μηχανές σκουριάζουν
και τα παιδιά κρυώνουν και πεινάνε
στους δρόμους της Αθήνας
φέιγ βολάν μοιράζουν
εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε